décadence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décadence < μεσαιωνική λατινική decadentia < cadere
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ka.dɑ̃ːs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décadence | décadences |
décadence (fr) θηλυκό
- η ντεκαντάνς, η παρακμή, η κατιούσα, ο ξεπεσμός, ο εκφυλισμός, η κατάντια, η κατάπτωση