défausse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
défausse | défausses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
défausse (fr) θηλυκό
- (σε χαρτοπαίγνιο) το παίξιμο χαρτιών που θεωρούμε άχρηστα ή επικίνδυνα
- (μεταφορικά) το να ξεφορτώνεται κάποιος μια υπευθυνότητα ή αγγαρεία περνώντας την σε κάποιον άλλο