dégourdissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dégourdissement dégourdissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dégourdissement (fr) αρσενικό

  1. η παύση της ντροπαλότητας
  2. η παύση του μουδιάσματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]