démoli
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | démoli | démolis |
θηλυκό | démolie | démolies |
Επίθετο[επεξεργασία]
démoli (fr)
- κατεδαφισμένος, γκρεμισμένος
- (μεταφορικά) με χαμηλό ηθικό