dépannage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dépannage < dépanner
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépannage | dépannages |
dépannage (fr) αρσενικό
- η διόρθωση μιας βλάβης
- το γλίτωμα κάποιου από μπλεξίματα, συνήθως οικονομικά