dépannage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dépannage < dépanner

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.pa.naʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dépannage dépannages

dépannage (fr) αρσενικό

  1. η διόρθωση μιας βλάβης
  2. το γλίτωμα κάποιου από μπλεξίματα, συνήθως οικονομικά

Συγγενικά[επεξεργασία]