dérobé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dérobé | dérobés |
θηλυκό | dérobée | dérobées |
Επίθετο[επεξεργασία]
dérobé (fr)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- culture dérobée: έτσι λέγεται στην γεωργία η καλλιέργεια και η σοδειά που βαστάει λίγες βδομάδες και που γίνεται σε ένα χωράφι ανάμεσα σε δύο κύριες σπορές
- à la dérobée: στα κρυφά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dérober