dérobé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dérobé dérobés
θηλυκό dérobée dérobées

Επίθετο[επεξεργασία]

dérobé (fr)

  1. κρυφός, μυστικός
    escalier dérobé - κρυφή σκάλα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη dérober