désemparé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- désemparé < → δείτε τη λέξη désemparer
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.zɑ̃.pa.ʁe/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désemparé | désemparés |
θηλυκό | désemparée | désemparées |
désemparé (fr)
- (για πλοίο) ακυβέρνητος
- που τα έχει χαμένα, μπερδεμένος, πελαγωμένος