dataset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dataset | datasets |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dataset (en)
- (πληροφορική) δέσμη δεδομένων (συλλογή δεδομένων)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- dataset στην αγγλική Βικιπαίδεια