de-escalate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας de-escalate
γ΄ ενικό ενεστώτα de-escalates
αόριστος de-escalated
παθητική μετοχή de-escalated
ενεργητική μετοχή de-escalating

Ετυμολογία [επεξεργασία]

de-escalate < de- + escalate

Ρήμα[επεξεργασία]

de-escalate (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]