deep cut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
deep cut | deep cuts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
deep cut (en)
ενικός | πληθυντικός |
deep cut | deep cuts |
deep cut (en)