definição
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
definição | definições |
definição (pt) θηλυκό
- η ρύθμιση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
definição | definições |
definição (pt) θηλυκό