delighted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈlaɪtəd/ (βρετανικό)
 

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός delighted
συγκριτικός more delighted
υπερθετικός most delighted

delighted (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

delighted (en)