delighted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | delighted |
συγκριτικός | more delighted |
υπερθετικός | most delighted |
delighted (en)
- υπερευχαριστημένος, πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος
- ↪ My grandparents were delighted when we came to stay for the summer.
- Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν πολύ χαρούμενοι όταν ήρθαμε να μείνουμε για το καλοκαίρι.
- ↪ My grandparents were delighted when we came to stay for the summer.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
delighted (en)