demanderesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.dʁɛs/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
demanderesse | demanderesses |
demanderesse (fr)
- (σπάνιο) (νομικός όρος) η κατήγορος
- → δείτε τη λέξη demandeur