dentkarno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentkarno | dentkarnoj |
αιτιατική | dentkarnon | dentkarnojn |
dentkarno (eo)
- το ούλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dentkarno | dentkarnoj |
αιτιατική | dentkarnon | dentkarnojn |
dentkarno (eo)