deprecated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdɛp.ɹɪ.keɪt.ɪd/ & /ˈdɛp.ɹə.keɪt.ɪd/ (βρετανικό)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
deprecated (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
deprecated (en)
- αποδοκιμαζόμενος, μη αποδεκτός
- (πληροφορική) όρος, συνάρτηση, κλπ. που είναι υπό κατάργηση, αλλά χρησιμοποιείται ακόμη και συστήνεται η μη χρήση του λόγω του ότι μπορεί να καταργηθεί οποτεδήποτε στο μέλλον