detick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | detick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deticks |
αόριστος | deticked |
παθητική μετοχή | deticked |
ενεργητική μετοχή | deticking |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
detick (en)
- (μεταβατικό) το να αφαιρώ τσιμπούρια από κάτι