diable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
diable < λατινική diabolus < αρχαία ελληνική διάβολος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diable | diables |
diable (fr) αρσενικό
Επιφώνημα[επεξεργασία]
diable (fr)
- δηλώνει έκπληξη, εκνευρισμό