diro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diro | diroj |
αιτιατική | diron | dirojn |
diro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diro | diroj |
αιτιατική | diron | dirojn |
diro (eo)