disponeblo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disponeblo < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική disponeblo disponebloj
αιτιατική disponeblon disponeblojn

disponeblo (eo)

  1. η διαθεσιμότητα
    ni ne povas garantii de disponeblon de lokoj - δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τη διαθεσιμότητα των θέσεων