disponeblo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disponeblo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disponeblo | disponebloj |
αιτιατική | disponeblon | disponeblojn |
disponeblo (eo)
- η διαθεσιμότητα
- ni ne povas garantii de disponeblon de lokoj - δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τη διαθεσιμότητα των θέσεων