dissuade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας dissuade
γ΄ ενικό ενεστώτα dissuades
αόριστος dissuaded
παθητική μετοχή dissuaded
ενεργητική μετοχή dissuading

Ρήμα[επεξεργασία]

dissuade (en)

  • μεταπείθω, αποτρέπω, προσπαθώ να πείσω κάποιον να μην κάνει μια συγκεκριμένη ενέργεια
    I dissuaded him from buying it.
    Τον μετάπεισα και δεν το αγόρασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince