distinguished
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | distinguished |
συγκριτικός | more distinguished |
υπερθετικός | most distinguished |
distinguished (en)
- διακεκριμένος, που είναι πολύ επιτυχημένος και θαυμάζεται από άλλους ανθρώπους
- αρχοντικός, που έχει μια εμφάνιση που κάνει κάποιον να φαίνεται σημαντικός ή που κάνει τους ανθρώπους να τον θαυμάζουν ή να τον σέβονται
- ↪ He has a distinguished appearance.
- Έχει αρχοντική εμφάνιση.
- ↪ He has a distinguished appearance.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
distinguished (en)