distressed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
distressed (en)
- ταραγμένος, στρεσαρισμένος, εκνευρισμένος, πολύ ανήσυχος
- για εμπορεύματα, χαλασμένα, καταπονημένα
- για φθορά επίπλων στην προσπάθεια των κατόχων τους να τα παρουσιάσουν ως αντίκες
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
distressed (en)