αντίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίκα οι αντίκες
      γενική της αντίκας των αντικών
    αιτιατική την αντίκα τις αντίκες
     κλητική αντίκα αντίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντίκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική antica, θηλυκό του antico < λατινική antiquus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énti-h₃kʷós ‎(που έχει εμφανιστεί πιο πριν) < *h₂énti (<*h₂ent-: μπροστά) + *h₃ekʷ- ‎(μάτι, βλέπω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντίκα θηλυκό

  1. παλαιό αντικείμενο, ενδεχομένως μεγάλης υλικής ή άλλης αξίας και φτιαγμένο με τέχνη
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) πολύ παλιός ή γέρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]