dottore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dottore (it) αρσενικό (πληθυντικός: dottori, θηλυκό: dottoressa)
- ο γιατρός
- ο απόφοιτος σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
- ο διδάκτορας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στην Ιταλία χρησιμοποιείται και ως τίτλος, όχι μόνο από όσους κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα, όπως συνηθίζεται στις υπόλοιπες χώρες, αλλά και από όλους τους πτυχιούχους των πανεπιστημιακών σχολών.