double down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | double down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubles down |
αόριστος | doubled down |
παθητική μετοχή | doubled down |
ενεργητική μετοχή | doubling down |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]double down (en)
- (αμετάβατο) διπλασιάζω, αναλαμβάνω μια ισχυρότερη δέσμευση σε μια στρατηγική ή έναν τρόπο δράσης, ειδικά σε έναν που μπορεί να είναι επικίνδυνος
- ↪ We’ll double down on our efforts.
- Θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας.
- ↪ We’ll double down on our efforts.