drainage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η αποστράγγιση, η αποχέτευση, η διαδικασία με την οποία το νερό ή τα λύματα αποστραγγίζονται από μια περιοχή
- ↪ a drainage ditch - τάφρος αποστράγγισης
- ↪ The drainage of rainwater is carried out with underground pipes.
- Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
- η αποχέτευση, ένα σύστημα σωλήνων για αποχέτευση
- ↪ The drainage is clogged.
- Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
- ↪ The drainage is clogged.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drainage | drainages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drainage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη drainer