drapetomania
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- drapetomania < αρχαία ελληνική δραπέτης + -mania (< αρχαία ελληνική μανία) (μαρτυρείται από το 1851)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drapetomania (en) (ψευδεπιστημονικός όρος)
- (παρωχημένο) (ιατρική) η δραπετομανία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- drapetomania στην αγγλική Βικιπαίδεια