δραπέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραπέτης οι δραπέτες
      γενική του δραπέτη των δραπετών
    αιτιατική τον δραπέτη τους δραπέτες
     κλητική δραπέτη δραπέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραπέτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δραπέτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðɾaˈpe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐πέ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δραπέτης αρσενικό (θηλυκό δραπέτισσα ή δραπέτις λογιότερο)

  1. αυτός που καταφέρνει να φύγει από έναν κλειστό φρουρούμενο χώρο, μέσα στον οποίο είναι περιορισμένος· αυτός που καταφέρνει να δραπετεύσει, να αποδράσει από φυλακή, στρατόπεδο συγκέντρωσης
     συνώνυμα: φυγάς
  2. (μεταφορικά) αυτός που καταφέρνει να ξεφύγει από ένα εχθρικό περιβάλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δραπέτης οἱ δραπέται
      γενική τοῦ δραπέτου τῶν δραπετῶν
      δοτική τῷ δραπέτ τοῖς δραπέταις
    αιτιατική τὸν δραπέτην τοὺς δραπέτᾱς
     κλητική ! δραπέτ δραπέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δραπέτ
γεν-δοτ τοῖν  δραπέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραπέτης ήδη σε απόσπασμα του Πίνδαρου (6ος/5ος αιώνας πκε) @books.google.gr < θέμα δρᾱ-π του ρήματος διδράσκω + -της. Το γράμμα π είναι ασαφές πώς προέκυψε.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δραπέτης αρσενικό (θηλυκό δραπέτις)

Επίθετο[επεξεργασία]

δραπέτης

  • που διαφεύγει, που δραπετεύει, που εξαφανίζεται, που χάνεται
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1285 (1283-1287)
    χὥτ᾽ αὖθις αὐτὸς Ἕκτορος μόνος μόνου, | λαχών τε κἀκέλευστος, ἦλθ᾽ ἐναντίος, | οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, | ὑγρᾶς ἀρούρας βῶλον, ἀλλ᾽ ὃς εὐλόφου | κυνῆς ἔμελλε πρῶτος ἅλμα κουφιεῖν;
    αυτός δεν ήταν, που σε κλήρωση, | χωρίς κανείς να τον προστάξει, βγήκε αντιμέτωπος στον Έκτορα, μόνος σε μόνον; | Χωρίς, ανάμεσα στους άλλους, να ρίξει κλήρο κάλπικο, | σβόλο από χώμα υγρό, μα τέτοιον που έμελλε να αναπηδήσει πρώτος | μέσα από κράνος με λοφίο φουντωτό.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 152
    Ἔνθα δὴ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἄξιόν ἐστιν ἐπιμνησθῆναι οὓς οὗτος ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐκπέμψας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον ἐτόλμησε, τοῖς δραπέταις ποσὶ καὶ λελοιπόσι τὴν τάξιν ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τάφον τὸν τῶν τελευτησάντων, ἐγκωμιάζειν τὴν ἐκείνων ἀρετήν.
    Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες, έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος/5ος↓ αιώνας Παλλαδάς στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο, επίγραμμα 87 Παλλαδά
    Ἂν μὴ γελῶμεν τὸν βίον τὸν δραπέτην Τύχην τε πόρνης ῥεύμασιν κινουμένην, | ὀδύνην ἑαυτοῖς προξενοῦμεν πάντοτε ἀναξίους ὁρῶντες εὐτυχεστέρους.
    Αν δεν γελάμε με το σύντομο βίο και με την πόρνη τύχη, που κινείται με τα ρεύματα, | πάντοτε οδύνη θα προξενούμε στους εαυτούς μας βλέποντας τους ανάξιους ευτυχέστερους.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ΣτΕ: Η έκφραση «δραπέτης βίος» αναφέρεται στη ζωή, που φεύγει γρήγορα και χάνεται.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]