eksprezidanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- eksprezidanto < eks + prezidanto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksprezidanto | eksprezidantoj |
αιτιατική | eksprezidanton | eksprezidantojn |
eksprezidanto (eo)
- τέως πρόεδρος, αυτός που προεδρεύει