liqueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- liqueur < (άμεσο δάνειο) λατινική liquor
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
liqueur | liqueurs |
liqueur (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) υγρό
- (ειδικότερα) οργανικό υγρό
- (χημεία, βιομηχανία) διάλυμα
- (ποτό) λικέρ
- → δείτε τις λέξεις alcool, apéritif και spiritueux
- (συνεκδοχικά) χωνευτικό ποτό