emphasise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας emphasise
γ΄ ενικό ενεστώτα emphasises
αόριστος emphasised
παθητική μετοχή emphasised
ενεργητική μετοχή emphasising

Ρήμα[επεξεργασία]

emphasise (en) (βρετανική γραφή)

  1. δίνω έμφαση, τονίζω, υπογραμμίζω
    Reformers emphasised changes in the curriculum.
    Οι μεταρρυθμιστές τόνισαν τις (αναγκαίες) αλλαγές στα προγράμματα των σχολείων.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]