empiètement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
empiètement | empiètements |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- empiètement < empietement < empiéter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
empiètement (fr) και empiétement αρσενικό
- καταπάτηση
- Les empiètements donnent lieu à beaucoup de procès. Οι καταπατήσεις προξενούν πολλές δικαστικές αγωγές.
- εξάπλωση, φάγωμα
- L'empiètement de la mer sur les terres. Το φάγωμα της γης από τη θάλασσα.
- σφετερισμός, καταπάτηση
- L'empiètement du pouvoir législatif sur l'exécutif. Η καταπάτηση της εκτελεστικής εξουσίας από την νομοθετική.