encaissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
encaissable | encaissables |
encaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να εισπραχθεί