enflure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
enflure | enflures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
enflure (fr) θηλυκό
- το εξόγκωμα, το πρήξιμο
- (μεταφορικά) είδος βρισιάς
ενικός | πληθυντικός |
enflure | enflures |
enflure (fr) θηλυκό