ennuyant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ennuyant < ennuyer
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.nɥi.jɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ennuyant | ennuyants |
θηλυκό | ennuyante | ennuyantes |
ennuyant (fr)
- (παρωχημένο), (ιδιωματικό) βαρετός