environnant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- environnant < environ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | environnant | environnants |
θηλυκό | environnante | environnantes |
environnant (fr)
- που τριγυρίζει, που βρίσκεται ολόγυρα, περιβάλλων