espion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | espion | espions |
θηλυκό | espionne | espionnes |
espion (fr)
- ο κατάσκοπος, ο σπιούνος