esthète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esthète | esthètes |
esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως ειρωνικά) λάτρης του ωραίου, που θεωρεί με σκεπτικισμό τις άλλες αξίες, εστέτ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esthète | esthètes |
esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό