estimatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estimatif | estimatifs |
θηλυκό | estimative | estimatives |
Επίθετο[επεξεργασία]
estimatif (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη estimer