euphémique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- euphémique < euphémisme
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
euphémique | euphémiques |
euphémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό