eyewitness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
eyewitness | eyewitnesses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
eyewitness (en)
ενικός | πληθυντικός |
eyewitness | eyewitnesses |
eyewitness (en)