fœtoscopique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fœtoscopique < fœtoscopie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fœtoscopique | fœtoscopiques |
fœtoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) που επιτρέπει την εμβρυοσκόπηση