facteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
facteur | facteurs |
facteur (fr) αρσενικό
- ο ταχυδρόμος
- ο κατασκευαστής
- ο παράγοντας
- ο όρος
- o συντελεστής