falls

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
falls falls

falls (en)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

falls (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

falls (en)



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

falls (de)

  1. αν τυχόν, προκειμένου να, σε περίπτωση που
    falls nicht
  2. εκτός άν