falls
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
falls | falls |
falls (en)
- ο καταρράκτης, οι καταρράκτες
- → δείτε και τον ενικό fall
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
falls (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
falls (en)
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
falls (de)
- αν τυχόν, προκειμένου να, σε περίπτωση που
- ↪ falls nicht
- εκτός άν