farce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

farce (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. farce < δημώδης λατινική °farsa < °farsus < farcire
  2. από το «1», με την έννοια: « μικρή κωμική διακοπή στη μέση ενός σοβαρού έργου »

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /faʁs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
farce farces

farce (fr) θηλυκό

  1. η γέμιση
  2. η φάρσα

Συγγενικά[επεξεργασία]