farewell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
farewell | farewells |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
farewell (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο αποχαιρετισμός, αποχαιρετιστήριος
- ↪ The farewell scenes were very touching.
- Οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές.
- ↪ I went by my school for a final farewell.
- Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.
- ↪ In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
- Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.
- ≈ συνώνυμα: goodbye
- ↪ The farewell scenes were very touching.