feuj
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | feuj | feujs |
θηλυκό | feuje | feujes |
feuj (fr)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Άλλοτε ειρωνική, σήμερα η λέξη είναι πλέον συνηθισμένη και χρησιμοποιείται και από τους ίδιους τους Εβραίους, κυρίως από τη νεολαία, καθώς και στο Διαδίκτυο.