fianĉiniĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fianĉiniĝo | fianĉiniĝoj |
αιτιατική | fianĉiniĝon | fianĉiniĝojn |
fianĉiniĝo (eo)