fiano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
fiano fiani

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfja.no/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fiano (it) αρσενικό

  1. ποικιλία σταφυλιών από την περιοχή της Καμπανίας
  2. (ποτό) λευκό κρασί το οποίο παράγεται από τα σταφύλια αυτά

Πηγές[επεξεργασία]