filière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
filière filières

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

filière (fr) θηλυκό

  1. ο δίαυλος, το πέρασμα
  2. η φιλιέρα
  3. ο τομέας (σχολικός, πανεπιστημιακός)